μπούσουλας

μπούσουλας
ο мор.
1) компас, буссоль; 2) направление;

-ν- πάω με τον μπούσουλα — действовать разумно;

χάνω τον μπούσουλα — терять голову


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπούσουλας" в других словарях:

  • μπούσουλας — ο (Μ μπούσουλας): ναυτική πυξίδα νεοελλ. φρ. α) «πάω με τον μπούσουλα» ενεργώ με περίσκεψη β) «χάνω τον μπούσουλα» πέφτω σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola] …   Dictionary of Greek

  • μπούσουλας — ο (λ. ιταλ.) 1. (ναυτ.), ναυτική πυξίδα. 2. φρ., «Χάνω τον μπούσουλα», βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνήτις — μαγνῆτις, ἡ (ΑM) [Μάγνης] μσν. φρ. «μαγνῆτις λίθος»,η, και «μαγνῆτις πέτρα» ή, απλώς, «μαγνῆτις» πυξίδα, μπούσουλας αρχ. 1. η κάτοικος τής Μαγνησίας ή η προερχόμενη ή καταγόμενη από τη Μαγνησία («Μαγνήτις ίππος», Πίνδ.) 2. φρ. «μαγνήτις λίθος» ή …   Dictionary of Greek

  • μπουσουλώ — άω (κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de a buşilea «με τα τέσσερα»] …   Dictionary of Greek

  • μπούσουλος — και πούσουλος, ὁ (Μ) ναυτική πυξίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπούσουλας, κατά τα πολλά ουσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • πούσουλας — ο, Ν ναυτική πυξίδα, ο μπούσουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola] …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — η 1. θήκη από ξύλο πυξαριού, αλλ. κουτί. 2. η θήκη της μαγνητικής βελόνης ή και τα δυο μαζί ως ενιαίο όργανο, αλλ. μπούσουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»